Glossary
Chemical Terms
Ως αέριο νοείται ουσία η οποία:
i) στους 50 °C έχει πίεση ατμών μεγαλύτερη από 300 kPa (απόλυτη τιμή) ή
ii) είναι πλήρως αεριώδης στους 20 °C και σε σταθερή πίεση 101,3 kPa
O όρος αναθυμιάσεις αφορά ιδίως λεπτά συμπαγή σωματίδια υπό μορφή εναιωρήματος στον αέρα, που παράγονται συχνά μέσω εξαέρωσης τηγμένων ουσιών (π.χ. αναθυμιάσεις συγκόλλησης ή αναθυμιάσεις από την κατεργασία καουτσούκ).
Μια χημική ένωση αποτελείται από δύο ή περισσότερα χημικά στοιχεία.
Η ταξινόμηση των επικίνδυνων ουσιών πραγματοποιείται με βάση τις κατηγορίες που ορίζονται στον κανονισμό CLP. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν κινδύνους από φυσικούς παράγοντες (εκρηκτικά, εύφλεκτα, ασταθή υλικά, κ.λπ.), κινδύνους για την υγεία (κάθε είδους βραχυχρόνιες ή και μακροχρόνιες επιπτωσεις στην υγεία) και περιβαλλοντικούς κινδύνους (για το υδάτινο περιβάλλον κ.λπ.).
Μια ουσία που πληροί τα συναφή με τους κινδύνους από φυσικούς παράγοντες, τους κινδύνους για την υγεία ή τους περιβαλλοντικούς κινδύνους κριτήρια που προβλέπονται στα Μέρη 2 έως 5 του Παραρτήματος I του κανονισμού για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία (CLP) και έχει ταξινομηθεί σε κάποια από τις προβλεπόμενες στο εν λόγω Παράρτημα τάξεις κινδύνου.
Η ταξινόμηση των επικίνδυνων ουσιών πραγματοποιείται με βάση τις κατηγορίες που ορίζονται στον κανονισμό CLP. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν κινδύνους από φυσικούς παράγοντες (εκρηκτικά, εύφλεκτα, ασταθή υλικά , κ.λπ.), τους κινδύνους για την υγεία (κάθε είδους βραχυχρόνιοι και μακροχρόνιοι κίνδυνοι για την υγεία) και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι (για το υδάτινο
περιβάλλον, κ.λπ.)
Συχνά οι όροι επιβλαβείς ουσίες και επικίνδυνες ουσίες χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι. Δεν υπάρχει σαφής διάκριση και η επιλογή του όρου γίνεται με βασικό κριτήριο τις γλωσσικές προτιμήσεις.
Ως «μείγμα» νοείται ένα μείγμα ή διάλυμα που αποτελείται από δύο ή περισσότερες ουσίες.
«Ουσία» καλείται ένα χημικό στοιχείο και οι ενώσεις του σε φυσική κατάσταση ή όπως λαμβάνονται από οποιαδήποτε διεργασία παρασκευής, συμπεριλαμβανομένου κάθε προσθέτου που είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της σταθερότητάς της και κάθε πρόσμειξης που προέρχεται από τη χρησιμοποιούμενη διεργασία, αποκλειόμενου κάθε διαλύτη που μπορεί να διαχωριστεί χωρίς να επηρεάσει τη σταθερότητα της ουσίας ή να μεταβάλει τη σύνθεσή της. Ένα χημικό στοιχείο ή ένωση δύο ή περισσοτέρων χημικών στοιχείων.
Ουσίες και αέριοι ρυπαντές μπορεί να προέρχονται από διεργασίες σε χώρους εργασίας, π.χ. διεργασίες καύσης από τις οποίες εκλύονται αναθυμιάσεις, καυσαέρια και καπνός, καθώς και από διεργασίες λείανσης και κοπής από τις οποίες παράγεται σκόνη. Οι παραγόμενες από διεργασίες ουσίες και αέριοι ρυπαντές μπορεί να ενέχουν κινδύνους.
Οι ρύποι που προέρχονται από διεργασίες μπορούν να έχουν τη μορφή εκπομπών από κάθε είδους διεργασία, με αποτέλεσμα την έκθεση των χώρων εργασίας στους ρύπους αυτούς, π.χ. διεργασίες καύσης, διεργασίες φυσικής ή χημικής αποδόμησης ή τροποποίησης του αρχικού υλικού με άλλον τρόπο.
Στερεά σωματίδια ουσίας ή μείγματος που αιωρείται εντός αερίου (συνήθως του αέρα).
Ως στερεό νοείται ουσία ή μείγμα το οποίο δεν εμπίπτει στους ορισμούς του υγρού ή του αερίου (κανονισμός CLP).
Στερεό ως κατάσταση της ύλης. Χαρακτηρίζεται από ακαμψία της δομής και αντοχή στις αλλαγές σχήματος ή όγκου.
Υγρό είναι μια ουσία ή μείγμα που:
(i) στους 50 °C έχει τάση ατμών όχι μεγαλύτερη από 300 kPa (3 bar)·
(ii ) δεν είναι εντελώς αεριώδες στους 20 °C και σε σταθερή πίεση 101,3 kPa· και
(iii) έχει σημείο τήξεως ή αρχικό σημείο τήξεως 20 °C ή λιγότερο σε σταθερή πίεση 101,3 kPa.
Όρος που χρησιμοποιείται συχνά για χημικά στοιχεία, ενώσεις και μείγματα ενώσεων και στοιχείων.
Αντικείμενο το οποίο, κατά τη διαδικασία παρασκευής, αποκτά ειδικό σχήμα, επιφάνεια ή σχεδιασμό που καθορίζει τη χρηστική λειτουργία του σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η χημική του σύνθεση.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα ελαστικά, τα πλαστικά έπιπλα, οι ηλεκτρονικές διατάξεις, τα υφάσματα από χημικές ίνες, τα καλώδια.
Ένα προϊόν που αποτελείται από μία ή περισσότερες χημικές ουσίες ή ενώσεις. Η συμπεριφορά του καθορίζεται κατά βάση από τη χημική του σύνθεση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κόλλες, οι βαφές/χρώματα, τα μελάνια, τα απολυμαντικά, τα βιοκτόνα, οι πλαστικοποιητές, η σιλικόνη, τα πυροτεχνήματα, τα λιπαντικά έλαια, κ.λπ.
Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στη βασική νομοθεσία για την ΑΥΕ:
«χημικός παράγοντας»: κάθε χημικό στοιχείο ή ένωση, ελεύθερο ή σε πρόσμειξη, όπως υφίσταται σε φυσική κατάσταση ή όπως παράγεται, χρησιμοποιείται ή απελευθερώνεται, συν τοις άλλοις υπό μορφή αποβλήτων, μέσω οιασδήποτε εργασιακής δραστηριότητας, είτε παράγεται σκοπίμως είτε όχι και είτε διατίθεται στο εμπόριο είτε όχι 7
Health and Safety
Η εισαγωγή αέρα στους αεραγωγούς και στους πνεύμονες
Ο όρος έκθεση περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία οι εργαζόμενοι εκτίθενται στον χώρο εργασίας σε ουσία μέσω εισπνοής, μέσω επαφής με το δέρμα (επίσης με τα μάτια και τα αυτιά) ή μέσω κατάποσης.
Επαφή του οργανισμού με χημικό, ραδιολογικό ή φυσικό παράγοντα. Η έκθεση εκφράζεται ποσοτικά ως η ποσότητα της ουσίας που είναι διαθέσιμη στα όργανα διείσδυσης του οργανισμού (π.χ. δέρμα, πνεύμονες, έντερο) και είναι διαθέσιμη προς απορρόφηση.
Εκρηκτική ουσία ή μείγμα είναι στερεά ή υγρή ουσία ή μείγμα ουσιών που το ίδιο είναι ικανό αφεαυτού, με χημική αντίδραση, να παραγάγει αέριο σε τέτοια θερμοκρασία και πίεση και σε τέτοια ταχύτητα ώστε να προκαλεί βλάβη στο περιβάλλον.
Ερεθισμός του δέρματος είναι η πρόκληση αναστρέψιμων βλαβών του δέρματος μετά την εφαρμογή της δοκιμαζόμενης ουσίας επί διάστημα έως 4 ωρών.
Ευαισθητοποιητική του αναπνευστικού συστήματος είναι μια ουσία που, όταν εισπνέεται, προκαλεί υπερευαισθησία των αναπνευστικών οδών.
Ευαισθητοποιητική του δέρματος είναι μια ουσία που, όταν έρχεται σε επαφή με το δέρμα, προκαλεί αλλεργική αντίδραση.
Ευαισθητοποιητική του αναπνευστικού συστήματος είναι μια ουσία που, όταν εισπνέεται, προκαλεί υπερευαισθησία των αναπνευστικών οδών.
Ευαισθητοποιητική του δέρματος είναι μια ουσία που, όταν έρχεται σε επαφή με το δέρμα, προκαλεί αλλεργική αντίδραση.
Στον κανονισμό CLP γίνεται διάκριση μεταξύ των εύφλεκτων αερίων, των υγρών αερολυμάτων και των στερεών και εφαρμόζονται διαφορετικά κριτήρια. Ένας απλουστευμένος ορισμός είναι ότι όλες οι ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν ανάφλεξη και καύση ή να συμβάλλουν στην ανάφλεξη και καύση άλλων υλικών μπορούν να ταξινομηθούν ως εύφλεκτες.
Καρκινογόνος είναι μια ουσία ή ένα μείγμα ουσιών που προκαλούν καρκίνο ή αυξάνουν τη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου.
Η λήψη τροφίμων, φαρμάκων, υγρών ή άλλων ουσιών από το στόμα.
Ο όρος «επαγγελματικός κίνδυνος» αναφέρεται στην πιθανότητα και τη σοβαρότητα ενός τραυματισμού ή μιας ασθένειας ως αποτέλεσμα έκθεσης σε κάποιον κίνδυνο.
Κίνδυνος είναι οτιδήποτε έχει τη δυναμική να προκαλέσει βλάβη. Οι κίνδυνοι μπορούν να επηρεάσουν τον άνθρωπο, την ιδιοκτησία, τις διεργασίες και μπορούν να προκαλέσουν ατυχήματα, να έχουν συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία, απώλεια παραγωγής, ζημιά σε εξοπλισμό κτλ.
Μετάλλαξη είναι η μόνιμη μεταβολή στην ποσότητα ή τη δομή του γενετικού υλικού ενός κυττάρου. Ο όρος «μετάλλαξη» καλύπτει τις κληρονομικές γενετικές αλλαγές που μπορεί να εκδηλωθούν σε επίπεδο φαινοτύπου και τις σχετικές τροποποιήσεις του DNA όταν είναι γνωστές (συμπεριλαμβανομένων ειδικών αλλαγών ζεύγους βάσεων και μετατόπισης χρωμοσωμάτων).
Η έκθεση σε επικίνδυνες ουσίες μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε συγκεκριμένα όργανα. Στον κανονισμό CLP γίνεται διάκριση μεταξύ των βλαβών σε συγκεκριμένα όργανα λόγω μεμονωμένης έκθεσης και των βλαβών που προκαλούνται από επαναλαμβανόμενη έκθεση.
Από νομική άποψη, μια χημική ουσία/μείγμα παρουσιάζει οξεία τοξικότητα εάν πληροί τα ακόλουθα κριτήρια του κανονισμού CLP:
Ως οξεία τοξικότητα νοούνται οι δυσμενείς επιπτώσεις που συνεπάγεται η από του στόματος ή επί του δέρματος χορήγηση μίας δόσης ουσίας ή μείγματος, ή πολλαπλών δόσεων που χορηγούνται εντός 24 ωρών, ή η έκθεση διά της εισπνοής επί 4 ώρες.
Στον κανονισμό CLP γίνεται διάκριση μεταξύ της διά του στόματος, της διά του δέρματος και της διά της εισπνοής τοξικότητας.
Η τοξικότητα στην αναπαραγωγή περιλαμβάνει δυσμενείς επιπτώσεις για τη σεξουαλική λειτουργία και τη γονιμότητα στους ενηλίκους άνδρες και γυναίκες, καθώς και τοξικότητα στην ανάπτυξη των απογόνων.
Legislation
βλ.: Οδηγία για τους χημικούς παράγοντες
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 - κανονισμός REACH
βλ.: Δελτίο δεδομένων ασφαλείας
βλ.: Καταχώριση, αξιολόγηση, αδειοδότηση και περιορισμοί χημικών προϊόντων
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (κανονισμός REACH)
της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων
βλ. οδηγία για τους καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες
Οδηγία 2004/37/ΕΚ (οδηγία για τους καρκινογόνους και τους μεταλλαξιογόνους παράγοντες, CMD)
, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία
Οδηγία 98/24/ΕΚ (οδηγία για τους χημικούς παράγοντες, CAD)
του Συμβουλίου της 7ης Απριλίου 1998 για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες (14η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)
Οδηγία 2009/161/ΕΕ - Ενδεικτικές οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης
βλ.: Οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης
βλ.: Παγκοσμίως Εναρμονισμένο Σύστημα
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 (κανονισμός CLP)
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/EΟΚ και 1999/45/EΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1907/2006
Measures and Procedures
Τοδελτίο δεδομένων ασφαλείας παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις ιδιότητες του χημικού προϊόντος και τους κινδύνους που αυτό ενέχει, καθώς και οδηγίες σχετικά με τον χειρισμό, τη μεταφορά και την απόρριψη, τις πρώτες βοήθειες, την πυροπροστασία και τα μέτρα ασφαλείας για τη μείωση της έκθεσης. Οι πληροφορίες που περιέχονται στο δελτίο δεδομένων ασφαλείας είναι αναγκαίες για την κατανόηση των κινδύνων και την απόκτηση γνώσεων σχετικά με τον ασφαλή χειρισμό του χημικού προϊόντος.
«Δήλωση κινδύνου» είναι μια φράση που αναφέρεται σε μια τάξη και κατηγορία κινδύνου και περιγράφει τη φύση των κινδύνων μιας επικίνδυνης ουσίας ή μείγματος, συμπεριλαμβανομένου, εφόσον είναι σκόπιμο, του βαθμού του κινδύνου.
«Εικονόγραμμα κινδύνου» είναι μια γραφική σύνθεση που περιλαμβάνει ένα σύμβολο καθώς και άλλα γραφικά στοιχεία, όπως το πλαίσιο, το σχέδιο του φόντου ή το χρώμα, που προορίζονται να παρέχουν συγκεκριμένες πληροφορίες όσον αφορά τον συγκεκριμένο κίνδυνο.
Ο στόχος διενέργειας της εκτίμησης κινδύνου στον εργασιακό χώρο είναι η προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων. Η εκτίμηση κινδύνου περιλαμβάνει τον εντοπισμό κινδύνων, την αξιολόγηση της σοβαρότητας του κινδύνου και τη λήψη απόφασης σχετικά με την ανάγκη λήψης μέτρων για τη μείωση του κινδύνου.
Βάσει της νομοθεσίας για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, όλοι οι εργοδότες πρέπει να εκπονούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκτίμηση κινδύνου.
«Μέσο ατομικής προστασίας» (ΜΑΠ):
α) το μέσο που έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί με σκοπό να φοριέται ή να κρατιέται από πρόσωπο για προστασία από έναν ή περισσότερους κινδύνους για την υγεία ή την ασφάλεια του εν λόγω προσώπου·
β) εναλλάξιμα συστατικά μέρη για το μέσο που αναφέρεται στο στοιχείο α) τα οποία είναι ουσιώδη για την προστατευτική του λειτουργία·
γ) συστήματα σύνδεσης για το μέσο που αναφέρεται στο στοιχείο α) τα οποία δεν τα κρατάει ούτε τα φοράει πρόσωπο, που έχουν σχεδιαστεί ώστε να συνδέσουν το εν λόγω μέσο με εξωτερική διάταξη ή σε ασφαλές σημείο αγκύρωσης, τα οποία δεν έχουν σχεδιαστεί ώστε να είναι μόνιμα στερεωμένα και τα οποία δεν απαιτούν στερέωση πριν από τη χρήση.
Το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας. Τα μέτρα ενδέχεται να μειώνουν είτε την παραγωγή επικίνδυνων ουσιών είτε τον κίνδυνο έκθεσης.
Όλα τα μέτρα που έχουν ως στόχο τη μείωση της παραγωγής επικίνδυνων ουσιών και του κινδύνου έκθεσης.
Μέτρηση της συγκέντρωσης αέριων ρυπαντών στον χώρο εργασίας. Οι μετρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της έκθεσης των εργαζομένων ή για τη μελέτη της συγκέντρωσης αέριων ρυπαντών στον χώρο εργασίας, π.χ. για τον εντοπισμό διαρροών ή πηγών εκπομπής αέριων ρυπαντών και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των τοπικών συστημάτων απαγωγής του αέρα ως βάσης για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Ανάλογα με την μετρούμενη ουσία, διατίθενται διάφορα είδη εξοπλισμού μέτρησης.
Όλα τα οργανωτικά μέτρα που έχουν ως στόχο τη μείωση της έκθεσης σε επικίνδυνες ουσίες (π.χ. μείωση του αριθμού των εργαζομένων σε χώρους έκθεσης)
Όλα τα μέτρα που έχουν ως στόχο τη μείωση της έκθεσης σε επικίνδυνες ουσίες με τη χρήση τεχνικού εξοπλισμού
Αντικατάσταση χημικής ουσίας ή χημικού προϊόντος ή διεργασίας που παράγει επικίνδυνες ουσίες με άλλες λιγότερο επικίνδυνες.